σορέα

σορέα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια διπτεροκαρπίδες τής τάξης τεώδη, με 180 είδη ψηλών δένδρων τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shorea, από το όν. τού Βρετανού κυβερνήτη τής Ινδίας John Shore, λόρδου Teignmouth].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεράντι — το βοτ. κοινή και εμπορική ονομασία τροπικής ξυλείας που παράγεται από είδη δέντρων τού γένους Σόρεα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”